Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τι πρὸς τὰ παρόντα

См. также в других словарях:

  • насто˫ащии — (78) прич. действ. наст. В роли пр. 1.Наступающий: и ѹдѣно [вм. ѹвѣдѣно?] бы(с) ѥмѹ ѿ д҃ха ст҃го. ѿ тмы ѥдинѹ ѥдва ѡбрѣсти д҃шю. въ насто˫ащеѥ лѣто. рѹками англ(с)кыми идѹщю. (ἐνεσταῖσι) ПНЧ 1296, 172 об.; донележе д҃нь тъ. и насто˫аща˫а нощь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нынѣшьнии — (125) пр. Нынешний, теперешний; современный: всь къ всемѹ присвоисѧ. словесы неиздреченьными… и предьнѥѥ разлѹчениѥ нынѣшьнимь съвъкѹплѥниѥмь ѹтѣша˫а. (νῦν) ЖФСт XII, 157; бѣ запрѣщено отъ пьрвѣишааго къ нынѣшьнюѹмѹ бывъшюѹмѹ покланѧѥмѹѹмѹ съборѹ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ομοιώνω — (ΑΜ ὁμοιῶ, όω) [όμοιος] 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι όμοιο, σύμφωνο με κάποιον ή με κάτι άλλο, εξομοιώνω («τοῑς μὲν πεπλασμένοις καὶ τοῑς γεγραμμένοις οὐδεὶς ἄν τὴν τοῡ σώματος φύσιν ὁμοιώσειε», Ισοκρ.) 2. θεωρώ κάποιον ή κάτι όμοιο με κάποιον ή με… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»